Αρκετές μυρωδιές είναι υποκειμενικά καλές ή κακές, αλλά στις περισσότερες συμφωνούν αντικειμενικά οι άνθρωποι ακόμα κι αν προέρχονται από εντελώς διαφορετικά πολιτισμικά υπόβαθρα. Αυτό υποδεικνύει πως υπάρχει μία εξελικτική βάση για την παγκόσμια προτίμησή μας στις μυρωδιές.
Μία νέα μελέτη ζήτησε από 280 ανθρώπους από όλο τον κόσμο να μυρίσουν 10 διαφορετικές μυρωδιές και να τις βαθμολογήσουν με κριτήριο το πόσο ευχάριστες ή δυσάρεστες τους φάνηκαν.
Θέλαμε να εξετάσουμε αν οι άνθρωποι σε όλο τον κόσμο έχουν την ίδια αντίληψη μυρωδιών και προτιμούν τον ίδιο τύπο αρώματος ή είναι κάτι που μαθαίνει ο άνθρωπος στον πολιτισμό που μεγαλώνει. Παραδοσιακά το αντιμετωπίζαμε ως πολιτισμικό, αλλά τώρα αποδείχτηκε πως ο πολιτισμός δεν έχει μεγάλη σχέση με αυτό.
- Το δείγμα ανθρώπων περιείχε άτομα που ζούσαν σε πόλεις, σε χωριά, σε ερήμους, σε δάση, σε ακτογραμμές, σε βουνά και αποτελούταν από ανθρώπους διαφορετικών εθνικών και φυλετικών προελεύσεων.
Το άρωμα που ξεχώρισε ως το πιο αρεστό ήταν η βανιλίνη, το κύριο συστατικό του αποστάγματος βανίλιας. Δεύτερο ήρθε o βουτανοϊκός αιθυλεστέρας λόγω της φρουτώδους οσμής του (χρησιμοποιείται συχνά ως ενισχυτικό γεύσης σε τρόφιμα με γεύσεις φρούτων) και τρίτη ήρθε η λιναλοόλη με μυρωδιά λουλουδιού.
Η λιγότερο επιθυμητή μυρωδιά ήταν το ισοβαλερικό οξύ, μία έντονη μυρωδιά που σχετίζεται με το τυρί, το γάλα σόγιας και τον ιδρώτα.
- Η έρευνα βρήκε πως οι επιδράσεις των πολιτισμικών παραδόσεων παίζουν ένα πολύ μικρό μόνο ρόλο στην προτίμηση των ανθρώπων στις μυρωδιές. Μπόρεσαν μάλιστα να προσδιορίσουν το ποσοστό, με το μοριακό προφίλ του χημικού να εξηγεί το 40% της επιλογής και το 56% να οφείλεται στην προσωπική προτίμηση, ενώ μόλις το 6% αποδόθηκε σε πολιτισμικούς παράγοντες.
Υπάρχει μία σημαντική παγκόσμια συνέπεια. Συνολικά, τα δεδομένα δείχνουν πως η οσφρητική αντίληψη ορίζεται από παγκόσμιες αρχές.
Οι ερευνητές θεωρούν πως οι φυσικοχημικές ιδιότητες των μυρωδιών εξυπηρετούσαν ένα εξελικτικό σκοπό στην ιστορία μας, αυξάνοντας τις πιθανότητες επιβίωσης στους αρχαίους προγόνους μας.