Η παρουσία μας στο Διαδίκτυο είναι πιο έντονη από ποτέ. Κάθε αναζήτηση, κάθε αγορά και κάθε εγγραφή σε μια υπηρεσία αφήνουν πίσω τους ίχνη, τα οποία συνθέτουν το ψηφιακό μας προφίλ. Κάποια στιγμή συνειδητοποίησα ότι οι πληροφορίες μου ήταν διαθέσιμες σε βάσεις δεδομένων, κοινωνικά δίκτυα και διαφημιστικές πλατφόρμες. Έτσι, αποφάσισα να κάνω το τολμηρό βήμα: να διαγράψω τον εαυτό μου από το Διαδίκτυο όσο περισσότερο γίνεται.
Το πρώτο στάδιο ήταν η διαγραφή λογαριασμών κοινωνικών δικτύων. Επισκέφτηκα τις ρυθμίσεις σε Facebook, Instagram και Twitter και ακολούθησα τη διαδικασία οριστικής απενεργοποίησης. Δεν περιορίστηκα απλώς στην απενεργοποίηση, αλλά κατέθεσα αιτήματα για πλήρη διαγραφή των δεδομένων.
Έπειτα, ασχολήθηκα με τους λογαριασμούς σε ηλεκτρονικά καταστήματα και φόρουμ. Αναζήτησα όλες τις πλατφόρμες στις οποίες είχα γραφτεί με το email μου και ζήτησα διαγραφή. Σε κάποιες περιπτώσεις ήταν εύκολο, σε άλλες χρειαζόταν επικοινωνία με το τμήμα υποστήριξης.
Το επόμενο βήμα ήταν η διαχείριση των δεδομένων σε μηχανές αναζήτησης. Μέσω της Google, υπέβαλα αιτήματα για αφαίρεση αποτελεσμάτων που περιείχαν προσωπικές πληροφορίες, όπως τηλέφωνα ή διευθύνσεις. Παράλληλα, έλεγξα ιστότοπους που συγκεντρώνουν προσωπικά δεδομένα και ζήτησα την αφαίρεσή μου από αυτούς.
Για την καθημερινή χρήση, αντικατέστησα τις δημοφιλείς υπηρεσίες με πιο φιλικές προς την ιδιωτικότητα εναλλακτικές. Χρησιμοποίησα DuckDuckGo αντί για Google Search και Signal αντί για εφαρμογές που συλλέγουν μεταδεδομένα. Επίσης, εγκατέστησα VPN για να περιορίσω την καταγραφή της δραστηριότητάς μου.
Η διαδικασία δεν ήταν εύκολη ούτε ολοκληρωτική. Το να «εξαφανιστεί» κανείς πλήρως από το Διαδίκτυο είναι σχεδόν αδύνατο. Ωστόσο, με τα παραπάνω βήματα κατάφερα να μειώσω σημαντικά τα διαθέσιμα δεδομένα μου και να νιώσω μεγαλύτερο έλεγχο πάνω στο απόρρητό μου.
Η εμπειρία αυτή μου έδειξε ότι η προστασία της ιδιωτικότητας απαιτεί επιμονή και συνεχή επαγρύπνηση, αλλά το αποτέλεσμα αξίζει την προσπάθεια.