Μία νέα έρευνα έρχεται να ρίξει φως στη λειτουργία του εγκεφάλου και στη συμπεριφορά των εφήβων που κοιμούνται αργά. Βρέθηκε λοιπόν πως αν κοιμούνται αργά στην αρχή της εφηβείας, έχουν αυξημένο ρίσκο συμπεριφορικών προβλημάτων και καθυστερημένης ανάπτυξης εγκεφάλου στο τέλος της εφηβείας.
Οι συνήθειες ύπνου των παιδιών που μπαίνουν στην εφηβεία αλλάζουν. Μπορούν να μείνουν ξύπνια περισσότερο, να κοιμηθούν αργότερα και να ξυπνήσουν αργότερα και πολλά, από “πρωινοί τύποι” γίνονται “νυχτοπούλια”, νιώθοντας πιο παραγωγικοί το απόγευμα. Ωστόσο αυτό έρχεται σε σύγκρουση με το σχολικό πρόγραμμα.
Έτσι, μία χρόνια έλλειψη ύπνου λόγω προγράμματος, εξηγεί γιατί αυτοί που κοιμούνται αργότερα έχουν μεγαλύτερο ρίσκο συναισθηματικών και συμπεριφορικών προβλημάτων από αυτούς που κοιμούνται νωρίς και ξυπνούν νωρίς.
Οι διαφορές όμως δε σταματούν εκεί. Βρέθηκε πως υπάρχουν και διαφορές στη δομή του εγκεφάλου και συγκεκριμένα στη γκρι και λευκή ύλη, η οποία συνδέεται με τη μνήμη, την αισθηματική ευεξία, την προσοχή και την συμπόνια.
Παρατηρώντας για επτά χρόνια τους εφήβους, οι ερευνητές έπαιρναν τακτικά απαντήσεις σε ερωτηματολόγια από τους ίδιους τους εφήβους αλλά και από τους γονείς τους, ενώ πραγματοποιούσαν και μαγνητικές τομογραφίες εγκεφάλου για να παρακολουθούν την ανάπτυξή του.
Βρήκαν λοιπόν πως οι έφηβοι ηλικίας 12-13 που ξεκίνησαν να κοιμούνται πιο αργά, ήταν πιο πιθανό να παρουσιάσουν προβλήματα συμπεριφοράς αρκετά χρόνια αργότερα, όπως αυξημένη επιθετικότητα, παραβατικότητα και αντικοινωνικές συμπεριφορές. Δεν είχαν όμως αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης άγχους και κατάθλιψης.
- Από τις τομογραφίες βρέθηκε πως τα “νυχτοπούλια” είχαν μικρότερο ρυθμό ανάπτυξης του εγκεφάλου από τους “πρωινούς τύπους”, με τη λευκή ύλη να αυξάνεται με μικρότερο ρυθμό. Γνωρίζουμε πως η λευκή ύλη είναι σημαντική στα εφηβικά χρόνια για την αισθηματική, γνωστική και συμπεριφορική ανάπτυξη του ατόμου.
Η έρευνα η οποία δημοσιεύθηκε στο The Journal of Child Psychology and Psychiatry, υπογραμμίζει τη σημασία των συνηθειών ύπνου στην αρχή της εφηβείας έτσι ώστε να υποστηριχθεί η συμπεριφορική και αισθηματική ανάπτυξη του ατόμου τα επόμενα χρόνια της ζωής του.